ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ..

1) Κοκαλένιος τοίχος:

To συγκεκριμένο παιχνίδι το παίζαμε στη πίσω πλευρά του Άγιου Παντελεήμονα που είχε ένα κυπαρίσσι στη μια άκρη της αυλής και μια ακακία στην άλλη άκρη. Σήμερα κανένα από τα δυο δεν υπάρχουν. Χαράσσαμε λοιπόν μια νοητή γραμμή που ξεκινούσε από τον κορμό του κυπαρισσιού και κατέληγε στον κορμό της ακακίας ακριβώς απέναντι του.

Έτσι η πίσω αυλή χωριζόταν σε δύο μέρη. Στο ένα μέρος της στεκόταν ο «φύλακας». Όποιο από τα παιδιά ήθελε να περάσει την αυλή έπρεπε να σταθεί μπροστά στον φύλακα αλλά και να πατήσει μια πρόκα που ήταν καρφωμένη στο έδαφος… Μη με ρωτάτε τι γύρευε μια ταβανόπροκα στο προαύλιο της εκκλησίας. Προφανώς κατά τις εργασίες καρφώθηκε. Σε εκείνο το σημείο είχαν φτιάξει ένα μικρό σκαλοπάτι. Έπρεπε να εντοπίσει τη πρόκα να τη πατήσει με το πόδι λέγοντας «ντικλούν» ήταν ο ήχος του κουδουνιού. Προφανώς τον είχαμε ξεσηκώσει από τις ελληνικές ταινίες. Προς δικαιολόγηση μας ήμασταν ένα τσούρμο δεκάχρονα σε μια εποχή που δεν υπήρχαν κινητά και ίντερνετ. Πατούσε τη πρόκα, έλεγε ντικλούν και ζητούσε από τον φύλακα να τον αφήσει να περάσει. Ο φύλακας αρνιόταν φυσικά και το παιδί προσπαθούσε να τον ξεγελάσει για να περάσει παράνομα από το σημείο. Όποιο παιδί το κατάφερνε, έτρεχε προς το κυπαρίσσι και το ακουμπούσε ή έκανε τον γύρο του και μετά κατέβαινε τη νοητή γραμμή με χαλαρό βήμα φωνάζοντας κοροϊδευτικά για να πικάρει τον φύλακα: «κοκαλένιος τοίχος, κοκαλένιος τοίχος». Μέχρι που κατέληγε στην ακακία και έπρεπε να κάνει τα ίδια από την αρχή. Δεν έχω ιδέα για πιο λόγο είχαμε δημιουργήσει το παιχνίδι αυτό. Προφανώς ο σκοπός του ήταν να χλευάσει τον κακόμοιρο το φύλακα.

2) Μαντρόσκυλο:

Το συγκεκριμένο παιχνίδι το παίζαμε στη βεράντα του δημοτικού μας σχολείου. Το δάπεδο ήταν από μωσαϊκό και είχε στη μέση μια λευκή παχιά γραμμή. Σε αυτή τη γραμμή καθόταν ένα παιδί που αναλάμβανε να κάνει το «μαντρόσκυλο». Ήταν ένα είδος φύλακα που προσπαθούσε να πιάσει όποιο παιδί τολμούσε να περάσει την λευκή γραμμή. Ήταν πιο χύμα και άγαρμπο και θυμάμαι τα μεγαλύτερα παιδιά από εμένα να το παίζουν. Εγώ το απέφευγα γιατί ήμουν αδύναμο κοριτσάκι. Και εδώ ένα μικρό διάλειμμα, ένας λεπτού σιγή για να εξομολογηθώ κάτι που μου είχε συμβεί κάποτε στο περιβόητη βεράντα από μωσαϊκό. Κάναμε γυμναστική με τον δάσκαλο μας όλα τα παιδιά (ήταν μονοθέσιο και τα παιδιά που είχαν απομείνει ήταν λιγοστά) και μας έβαλε να κάνουμε ασκήσεις από αυτές που χοροπηδάμε, διατάσεις εκτάσεις πως τις λένε (όπως ο Όρέστης Μακρής έβαλε την Άλικη στο Χτυποκάρδια στο θρανία) και φορούσα μια πορτοκαλί καρό φουστίτσα χοντρή παραμάνα στο πλάι που κάλυπτε το σκίσιμο (τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν κάναμε γυμναστική. Την ημέρα που έβαλα φούστα βρήκε;) και καθώς χοροπηδούσα μου έπεσε η φούστα και έμεινα με το καλσόν ευτυχώς ήταν κάπως σκούρο και το βρακί από μέσα σε κοινή θέα. Γελούσαν φυσικά και εγώ έβαλα τα κλάματα και μάζεψα τη ρημαδοφουστα και μπήκα μέσα στη τάξη. Και τώρα που το είπα και ξαλάφρωσα συνεχίζω. Για την ιστορία, ούτε η φούστα υπάρχει πια ούτε η βεράντα με το μωσαϊκό.

3) Ο Βασιλιάς με τα δώδεκα σπαθιά:

Και αυτό το παίζαμε στον Άγιο Παντελεήμονα και χρησιμοποιούσαμε το χοντρό και κάπως ανοιγμένο κορμό της ακακίας ως θρόνο. Εκεί καθόταν ένα παιδί, ο Βασιλιάς και τα υπόλοιπα παιδιά στεκόταν απέναντι του και φώναζαν το καθένα με τη σειρά του «Βασιλιά βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, τι ώρα είναι;». Ο Βασιλιάς απαντούσε: «Η ώρα είναι ένδεκα» και το παιδί που είχε κάνει την ερώτηση έκανε ένδεκα βήματα μπροστά από το σημείο που στεκόταν. Αν ο Βασιλιάς δεν επιθυμούσε να κινηθεί το παιδί, απαντούσε στην ερώτηση του: «Να κάτσεις στα αβγά σου». Το ζητούμενο ήταν ανάλογα με τα βήματα που όριζε ο Βασιλιάς να προλάβαινε το παιδί να φτάσει στο θρόνο και με την άκρη του ποδιού του να πατήσει το πόδι του Βασιλιά και να κάτσει εκείνο στο θρόνο.

4) Αριστείδου 9:

Κάποιο παιδί ήταν ο κυνηγός και κυνηγούσε τα υπόλοιπα παιδιά μέχρι να τα πιάσει όλα. Όταν πλησίαζε κάποιο παιδί, εκείνο έπρεπε να κάτσει ακίνητο πριν προλάβει να το ακουμπήσει και να φωνάξει: «Αριστείδου 9″. Ο κυνηγός έφευγε και στρεφόταν στα άλλα παιδιά. Κάποιο παιδί έπρεπε να τρέξει να ακουμπήσει το κοκαλωμένο παιδί και να του πει » Ξε- Αριστείδου» για να μπορέσει εκείνο να συνεχίσει να τρέχει. Ο κυνηγός έπρεπε να τα πιάσει όλα τα παιδιά και το τελευταίο που έμενε και το έπιανε γινόταν εκείνο ο κυνηγός.

5) Αγαλματάκια:

Από όσο θυμάμαι ήταν κάτι σαν κρυφτό. Κάποιο παιδί τα “φιλούσε” και έλεγε «αγαλματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;» Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι περισσότερο.

6) Ρούμπος ή Ρούμπο:

Το συγκεκριμένο παιχνίδι νομίζω είναι το «κουτσό» αλλά εμείς το ονομάζαμε «ρούμπο». Το γκούγκλαρα και βρήκα ότι «ο ρούμπος» βγαίνει από τον ρόμβο. Στο κουτσό, είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο – ρούμπο. Ρούμπος= νίκη, επιτυχία. Εμάς ο δικός μας ο ρούμπος ήταν έτσι. Και ρίχναμε μια πετρούλα σε κάθε τετράγωνο ή τρίγωνο που είχε μέσα έναν αριθμό και κάναμε κουτσό. Στην επιστροφή έπρεπε να πάρουμε τη πετρούλα από εκεί που την είχαμε ρίξει χωρίς να χάσουμε την ισορροπία μας. Επίσης δεν έπρεπε να πατήσουμε καμία γραμμή.

8 1 18

7) Λάστιχο:

Ούτε αυτό ήταν δικιά μας επινόηση. Παίρναμε από τη μαμά μας ένα -δυο μέτρα λάστιχο που είχε στο κουτί με τα ραφτικά της για να κάνει τη μοδιστρική της και το δέναμε τη μια άκρη με την άλλη και σχηματιζόταν ένα στρογγυλό, ένας κύκλος. Δυο παιδιά έπρεπε να μπουν μέσα στο λάστιχο και να το σταθούν απέναντι το ένα στο άλλο ώστε να τεντώσει το λάστιχο. Κάθε παιδί περίμενε τη σειρά του να παίξει. Έπρεπε να περάσει όλες τις «πίστες» πηδώντας πάνω στο λάστιχο ενώ τα δυο παιδιά που το συγκρατούσαν στους αστραγάλους τους έπρεπε να ήταν ακίνητα, σχηματίζοντας με τα πόδια του τους αριθμούς από το ένα έως το δέκα. Μετά δυσκόλευε. Τα δυο παιδιά στυλοβάτες του λάστιχου το ανέβαζαν στο ύψος των γονάτων τους όπου και τα υπόλοιπα παιδιά πάλι με τη σειρά τους ένα ένα έπρεπε να χοροπηδάει πάνω στο λάστιχο που τώρα ήταν αρκετά ψηλά . Μετά περνάγαμε στα πιο δύσκολα. Τα δυο παιδιά έκλειναν τα πόδια άρα το λάστιχο στένευε. Τα υπόλοιπα παιδιά που χοροπηδούσαν πάνω στο λάστιχο προσπαθώντας να σχηματίσουν τους αριθμούς δυσκολευόταν και έχαναν αφού ήταν πολύ πιο στενό και πατούσαν το λάστιχο όταν δεν έπρεπε. Μετά χειροτέρευε καθώς τα δυο

Πρώτα στους αστράγαλο και μετά ανέβαινε στο γόνατο….Έπρεπε να το περάσουν όλα από την αρχή. Συνήθως εγώ κέρδιζα καθώς ήμουν αδύνατη.

Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που δεν είχα κινητό και ίντερνετ στα παιδικά μου χρόνια και έτσι δημιουργήσαμε τα παιχνίδια αυτά και παίξαμε ανέμελα, γρατζουνίσαμε τα γόνατα μας γελάσαμε με τη ψυχή μας. Εξάλλου πόσο κούλ είναι να φτιάχνεις τα δικά σου παιχνίδια;

ΜÂ℘ìÅ ΦÂΝØΥ℘ÅΚΗ QuéeΝì    

 

13 σκέψεις σχετικά με το “ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ..”

    1. μακάρι να ήταν καλή μέρα!!!! Αχ δεν είμαι καλά. Αν υπάρχει κάποιιος να με βοηθησει πως μπορω να μπλοκαρω καποιον που με ενοχλει στο μπλογκ μου θα του χρωστουσ χάρη… γιατι τα κανουν αυτα ρε γαμωτο???

      Αρέσει σε 1 άτομο

      1. Είναι κάποιος ανεγκέφαλος, αλλά μην τρελαίνεσαι. Μπορείς να μπλοκάρεις τα σχόλιά του αν τον προσθέσεις στη μαύρη λίστα.
        Αρκεί να πας στις Ρυθμίσεις και μετά κάτω-κάτω εκεί που λέει Μαύρη λίστα σχολίων. Εκεί αρκεί να προσθέσεις το username του. Δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Απλός αγνόησέ τον. 😉
        Αν χρειαστείς κάτι άλλο, πες! 🙂

        Αρέσει σε 1 άτομο

      2. Ναι τον εβαλα στη μαυρη λιστα. Δεν ηξερα και με βοηθησε η Αναστασια από το μολυβι και χαρτι. Παντα βοηθάει. Σε ευχαριστωωωωωω πολύυυυυυυυυυυυυυυυυ ❤ ❤ φιλάκιαα πολλά…

        Αρέσει σε 1 άτομο

  1. Οι παιδικές αναμνήσεις! Τι όμορφες! Εμείς παίζαμε «το λάστιχο» μόνο ή κάτι παρόμοιο… Αν και δεν το θυμάμαι καλά, θυμάμαι να πηδάμε και να πατάμε ένα λάστιχο και σιγά σιγά να ανεβαίνει. Όπως και να έχει φιλιά πολλά και καλημέρα!

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε